- αυτόλυση
- η (Μ αὐτόλυσις)νεοελλ.η καταστροφή των κυττάρων και των ιστών ενός οργανισμού από τα ίδια του τα ένζυμαμσν.σκοινί ή λουρί για κυνηγετικά σκυλιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτολυσία ή αυτόλυση — Το φαινόμενο της καταστροφής των κυττάρων ενός ιστού από μόνη την ενέργεια των ενδοκυτταρικών ενζύμων, που περιέχονται σε αυτά, χωρίς την επίδραση μικροβιακών παραγόντων, όπως συμβαίνει στη σήψη. Η α. παρατηρείται τόσο στους απονεκρωμένους ιστούς … Dictionary of Greek
αυτολυτικός — ή, ό ο σχετικός με την αυτόλυση … Dictionary of Greek
αυτολύομαι — βιολ. (για κύτταρα) καταστρέφομαι, διασπώμαι με αυτόλυση … Dictionary of Greek
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
τοξίνες — Ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης, πρωτεϊνικής φύσης, που όταν εισχωρήσουν στον οργανισμό, εξαιτίας της παθογόνας δύναμής τους, προκαλούν διάφορες νόσους. Από τις ζωικές τ. αναφέρουμε: την αραχνολυσίνη (που παράγεται από την αράχνη), τη… … Dictionary of Greek